- αγρίνιαστος
- -η, -ο [γρινιάζω]βλ. αγκρίνιαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγρίνιαστος — αγρίνιαστος, η, ο και αγκρίνιαστος, η, ο αυτός που δεν γκρινιάζει, δε φιλονικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκρίνιαστος — και αγρίνιαστος, η, ο [γκρινιάζω] 1. αυτός που δεν γκρινιάζει, δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί 2. αυτός για τον οποίο δεν παραπονείται κανείς … Dictionary of Greek